- επιληψία
- épilepsie
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἐπιληψία — ἐπιληψίᾱ , ἐπιληψία stoppage fem nom/voc/acc dual ἐπιληψίᾱ , ἐπιληψία stoppage fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιληψίᾳ — ἐπιληψίᾱͅ , ἐπιληψία stoppage fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιληψία — Χρόνια παροξυσμική και πρόσκαιρη διαταραχή της εγκεφαλικής λειτουργίας που εμφανίζεται ξαφνικά, παύει αυτόματα και έχει την τάση να επαναλαμβάνεται. Η νόσος αποτελεί την κλινική εκδήλωση αυτόματης διέγερσης των νευρώνων έτσι ώστε κατά τη διάρκεια … Dictionary of Greek
επιληψία — η (ιατρ.), χρόνια πάθηση του νευρικού συστήματος, που προσβάλλει περιοδικά τον ασθενή (επιληπτικό) και συνοδεύεται από απώλεια της συνείδησης και σπασμούς, ο σεληνιασμός, το γλυκύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιληψίας — ἐπιληψίᾱς , ἐπιληψία stoppage fem acc pl ἐπιληψίᾱς , ἐπιληψία stoppage fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιληψίαι — ἐπιληψίᾱͅ , ἐπιληψία stoppage fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιληψίαν — ἐπιληψίᾱν , ἐπιληψία stoppage fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιληψιῶν — ἐπιληψία stoppage fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιληψίαις — ἐπιληψία stoppage fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιληψίη — ἐπιληψία stoppage fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιληψίην — ἐπιληψία stoppage fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)